- ανάπαμα
- τό1) см. αναπαμός; 2) с.-х. пар;
η γη σε ανάπαμα — земля под паром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η γη σε ανάπαμα — земля под паром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπαμός — αναπαμός, ο και ανάπαμα, το το ξεκούρασμα, η ανάπαυση: Αυτός ο άνθρωπος αναπαμό δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)